- αφαλοκόβω
- -οψα, κόβω τον ομφάλιο λώρο του νεογνού: Η μάνα μου γέννησε στο χωράφι και το μωρό τ' αφαλόκοψε μια άλλη γυναίκα που βρέθηκε εκεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αφαλοκόβω — 1. κόβω τον ομφάλιο λώρο νεογέννητου 2. χτυπώ κάποιον στην κοιλιά ή καταφέρω συντριπτικό πλήγμα σε κάποιον (πρβλ. «θα σε αφαλοκόψω» απειλητικά) 3. προξενώ πόνο στην κοιλιά και τη μέση από το υπερβολικό φορτίο 4. προκαλώ σε κάποιον φόβο και… … Dictionary of Greek
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek